- ενναετία
- ἐνναετία, η (AM)χρονική περίοδος ή διάρκεια εννέα ετών, εννεαετία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνναετίας — ἐνναετίᾱς , ἐνναετία period of nine years fem acc pl ἐνναετίᾱς , ἐνναετία period of nine years fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναετίαν — ἐνναετίᾱν , ἐνναετία period of nine years fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναετία — και ενναετία και εννεατία, η (AM ἐναετία και ἐνναετία και ἐννεαετία) χρονική διάρκεια ή περίοδος εννέα ετών, εννεαετηρίδα … Dictionary of Greek
εννεαετία — η (AM ἐννεαετία) [εννεαετής] χρονική περίοδος ή διάρκεια εννέα ετών (βλ. και ενναετία) … Dictionary of Greek